- προσπτύω
- Α1. φτύνω προς κάποιον, ιδίως ως εκδήλωση περιφρόνησης και βδελυγμίας («προσπτύειν πρὸς τὸ πρόσωπον», Υπέρ.)2. (μτβ.) α) αποβάλλω κάτι φτύνοντας («προσπτύειν ἰόν», Ιεροκλ.)β) (για θάλασσα) ρίχνω στην ακτή, ξεβράζω3. μτφ. αποστρέφομαι, καταφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + πτύω «φτύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.